Сіль στα ελληνικά

Μετάφραση: сіль, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Сіль στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вішати στα ελληνικά - απαγχονίζω, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
  • докоріть στα ελληνικά - μαλώνω, επικρίνω, μαστίγωμα, λουρί, πρόσδεση, πρόσδεσης, δεσίματος
  • запис στα ελληνικά - ταχυδρόμος, διανομέας, παίρνω, ρεκόρ, καταγραφή, εγγραφή, αρχείο, ...
  • запитально στα ελληνικά - έρευνα, εξέταση, ανάκριση, ερώτηση, ερευνητικός, ερευνητικό, ερευνητική, ...
Τυχαίες λέξεις
Сіль στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων