Також στα ελληνικά
Μετάφραση: також, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ούτε, αρέσκεια, επίσης, και, επίσης να, επίσης και
Μεταφράσεις
- бувший στα ελληνικά - πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
- довготривалий στα ελληνικά - μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
- знеболювання στα ελληνικά - συλλυπητήρια, αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
- кровопускання στα ελληνικά - φλεβοτομία, φλεβοτομή, φλεβοπαρακέντηση, φλεβοτομής, τη φλεβοπαρακέντηση
Τυχαίες λέξεις
Також στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ούτε, αρέσκεια, επίσης, και, επίσης να, επίσης και
Μεταφράσεις: ούτε, αρέσκεια, επίσης, και, επίσης να, επίσης και