Тенденційний στα ελληνικά
Μετάφραση: тенденційний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκατειλημμένος, μεροληπτικός, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικό, μεροληπτικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виноградина στα ελληνικά - σταφύλι, άμπελος, κλήμα, αμπέλου, αμπέλι, αμπέλου που
- довід στα ελληνικά - επιχείρημα, διαφωνία, λογομαχία, γιαρμάς, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, ...
- завдання στα ελληνικά - ανάθεση, δουλειά, στόχος, γκολ, αποστολή, στοχεύω, καθήκον, ...
- математичний στα ελληνικά - μαθηματικός, μαθηματική, μαθηματικών, μαθηματικές, μαθηματικό
Τυχαίες λέξεις
Тенденційний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκατειλημμένος, μεροληπτικός, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικό, μεροληπτικές
Μεταφράσεις: προκατειλημμένος, μεροληπτικός, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικό, μεροληπτικές