Терми στα ελληνικά

Μετάφραση: терми, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θερμικός, όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
Терми στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абрикосовий στα ελληνικά - βερίκοκο, βερίκοκου, βερίκοκων, βερίκοκα, βερύκοκο
  • вкладений στα ελληνικά - Ένθετα, Τα ένθετα, Χτισμένο, Φωλιά, Χτισμένο πάνω
  • гобелен στα ελληνικά - ταπισερί, μωσαϊκό, ταπετσαρία, τάπητα, ταπετσαρίες
  • довгий στα ελληνικά - κάτισχνος, πολιορκία, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Τυχαίες λέξεις
Терми στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θερμικός, όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων