Тлінний στα ελληνικά

Μετάφραση: тлінний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρονικός, κοσμικός, εγκόσμιος, φθαρτός, αναλώσιμων, αλλοιώσιμα, αλλοιώσιμων, φθαρτά
Тлінний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автономний στα ελληνικά - αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
  • живучість στα ελληνικά - ζωτικότητα, ζωής, ζωντάνια, ζωτικότητας, τη ζωτικότητα
  • загрозливий στα ελληνικά - κιμάς, απειλητικός, απειλή, απειλητική, απειλητική για, απειλητικές
  • зрідка στα ελληνικά - πότε-, περιοδικά, ενίοτε, περιστασιακά, κατά καιρούς, καιρούς, μερικές φορές
Τυχαίες λέξεις
Тлінний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρονικός, κοσμικός, εγκόσμιος, φθαρτός, αναλώσιμων, αλλοιώσιμα, αλλοιώσιμων, φθαρτά