Трансформувати στα ελληνικά

Μετάφραση: трансформувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετουσιώνω, μεταβάλλω, μετατρέπω, μετασχηματισμό, μετασχηματισμού, μετατρέψει, μετατρέπουν, μετατρέψουν
Трансформувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дбайливість στα ελληνικά - φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
  • доречність στα ελληνικά - ταλέντο, ικανότητα, προτέρημα, καταλληλότητα, κλίση, σχετικός, συνάφεια, ...
  • задовольняє στα ελληνικά - ικανοποιεί, πληροί, ανταποκρίνεται, πληρούν, ικανοποιούν
  • медуза στα ελληνικά - μέδουσα, τσούχτρα, μέδουσες, μεδουσών, jellyfish
Τυχαίες λέξεις
Трансформувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετουσιώνω, μεταβάλλω, μετατρέπω, μετασχηματισμό, μετασχηματισμού, μετατρέψει, μετατρέπουν, μετατρέψουν