Тривати στα ελληνικά
Μετάφραση: тривати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντέχω, υπομένω, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воєначальник στα ελληνικά - ζεστός, πολέμαρχος, πολέμαρχο, πολέμαρχου, Ο τύραννος, Ο τύραννος που
- геральдика στα ελληνικά - οικοσημολογία, εραλδική, οικοσημολογίας, εραλδικής, Οικοσημολογία, εραλδική επιστήμη
- замирати στα ελληνικά - ξεθωριάζω, zamyraty
- заспокойтеся στα ελληνικά - χαλαρώστε, χαλάρωση, να χαλαρώσετε, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Τυχαίες λέξεις
Тривати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντέχω, υπομένω, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Μεταφράσεις: αντέχω, υπομένω, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο