Тільки στα ελληνικά
Μετάφραση: тільки, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνο, αποκλειστικά, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виробити στα ελληνικά - αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
- звід στα ελληνικά - αψίδα, τρούλος, καμάρα, θόλος, θόλο, θησαυροφυλάκιο, καμάρας, ...
- знижувати στα ελληνικά - υποβαθμίζω, ταπεινώνω, καθαιρώ, πετσοκόβω, ξεφτιλίζω, εγκοπή, μελαγχολώ, ...
- логарифм στα ελληνικά - λογαριθμικός, λογάριθμος, λογάριθμο, λογαρίθμου, λογάριθμο της, λογάριθμου
Τυχαίες λέξεις
Тільки στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνο, αποκλειστικά, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
Μεταφράσεις: μόνο, αποκλειστικά, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για