Увімкнути στα ελληνικά
Μετάφραση: увімкнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, ενεργοποιήσετε, ανάψετε, ενεργοποιείτε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την
Μεταφράσεις
- газети στα ελληνικά - ημερομηνία, χουρμάς, Εφημερίδες, εφημερίδων, Εφημερίδες Δωμάτια, Εφημερίδες Δωμάτια για, τις εφημερίδες
- зобразити στα ελληνικά - απεικόνιση, εικόνα, απεικονίζουν, απεικονίσουν, απεικονίσει, απεικονίζει, παρουσιάσουν
- кульгайте στα ελληνικά - χωλαίνω, κουτσός, κουτσό, lame, λαμέ, χωλός
- кільце στα ελληνικά - κουλούρα, πηνίο, δαχτυλίδι, δακτύλιος, δακτυλίου, δακτύλιο, του δακτυλίου
Τυχαίες λέξεις
Увімкнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, ενεργοποιήσετε, ανάψετε, ενεργοποιείτε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την
Μεταφράσεις: σε, αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, ενεργοποιήσετε, ανάψετε, ενεργοποιείτε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την