Ударяти στα ελληνικά

Μετάφραση: ударяти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, καλκάνι, βαρώ, σουξέ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Ударяти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • договірний στα ελληνικά - συμβατικές, συμβατικών, συμβατική, συμβατικής, συμβατικό
  • заложник στα ελληνικά - όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία
  • зм'якшувати στα ελληνικά - περονόσπορος, υποτάσσω, κατευνάζω, μούχλα, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, ...
  • колекціонер στα ελληνικά - συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών
Τυχαίες λέξεις
Ударяти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, καλκάνι, βαρώ, σουξέ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα