Указ στα ελληνικά
Μετάφραση: указ, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεσπίζω, θέσπισμα, διάγγελμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виборець στα ελληνικά - συστατικός, ψηφοφόρος, ψηφοφόρων, των ψηφοφόρων, εκλογέας, ψηφοφόρο
- втома στα ελληνικά - κόπωση, κούραση, κόπος, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
- каталог στα ελληνικά - κατάλογος, ακούω, αφουγκράζομαι, κατάλογό, κατάλογο, καταλόγου, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
- крило στα ελληνικά - πλευρό, φορτηγάκι, οπαδός, πτερύγιο, βεντάλια, ανεμιστήρας, ανεμοδείκτης, ...
Τυχαίες λέξεις
Указ στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεσπίζω, θέσπισμα, διάγγελμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Μεταφράσεις: θεσπίζω, θέσπισμα, διάγγελμα, διάταγμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που