Укол στα ελληνικά

Μετάφραση: укол, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπαγή, διαπεραστικός, ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Укол στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бува στα ελληνικά - υπόσχεση, υπόσχομαι, τυχόν, τυχαία, τυχαίο, κατά τύχη, από την τύχη
  • виховний στα ελληνικά - εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές
  • каніфоль στα ελληνικά - κολοφώνιο, κολοφωνίου, ροζίνης, ροζίνη, το κολοφώνιο
  • конфедерація στα ελληνικά - συνομοσπονδία, Συνομοσπονδίας, ομοσπονδία, Συνομοσπονδίας για
Τυχαίες λέξεις
Укол στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπαγή, διαπεραστικός, ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης