Διαπεραστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαπεραστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отвір, проникливий, пронизливий, укол, буріння, різкий, гострий, пронизливе, пронизлива, пронизливим, пронизливо
Διαπεραστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπεραστικός

διαπεραστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαπεραστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διανοούμενος στα ουκρανικά - інтелектуальної, інтелектуальною, інтелектуальній, інтелектуальну
  • διανύω στα ουκρανικά - побувати, нагоду, встати, наступити, спроможність, подорожував, мандрував
  • διαπερατότητα στα ουκρανικά - проникність, проникливість
  • διαπερνώ στα ουκρανικά - проходити, охоплювати, осягати, пронизувати, проникати
Τυχαίες λέξεις
Διαπεραστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: отвір, проникливий, пронизливий, укол, буріння, різкий, гострий, пронизливе, пронизлива, пронизливим, пронизливо