Укорочувати στα ελληνικά
Μετάφραση: укорочувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περικόπτω, μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις
- затьмарте στα ελληνικά - έκλειψη, έκλειψης, επισκιάσει, επισκιάσουν
- значний στα ελληνικά - αισθητός, αξιόλογος, αξιοσημείωτος, έγκυρος, υγιής, επιβλητικός, αρκετός, ...
- кат στα ελληνικά - δήμιος, γάτα, γάτας, cat, γάτες, της γάτας
- керосин στα ελληνικά - πετρέλαιο, κηροζίνη, κηροζίνης, της κηροζίνης, την κηροζίνη
Τυχαίες λέξεις
Укорочувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περικόπτω, μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις: περικόπτω, μικραίνω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί