Упереджений στα ελληνικά
Μετάφραση: упереджений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκατειλημμένος, μερικός, προκατάληψη, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικά, μεροληπτικές, προκατειλημμένες
Μεταφράσεις
- безумовно στα ελληνικά - τελείως, απολύτως, σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, οπωσδήποτε, βέβαιο
- військовослужбовець στα ελληνικά - μέλος των ενόπλων δυνάμεων, serviceman, ενόπλων δυνάμεων, των ενόπλων, των ενόπλων δυνάμεων
- заманити στα ελληνικά - δελεάζω, δέλεαρ, θέλγητρο, δόλωμα, γοητεία, δολώματος
- здобуток στα ελληνικά - επίτευξη, κατόρθωμα, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης
Τυχαίες λέξεις
Упереджений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκατειλημμένος, μερικός, προκατάληψη, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικά, μεροληπτικές, προκατειλημμένες
Μεταφράσεις: προκατειλημμένος, μερικός, προκατάληψη, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικά, μεροληπτικές, προκατειλημμένες