Προκατάληψη στα ουκρανικά

Μετάφραση: προκατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упередження, схильність, передісторія, упереджений, зсув, зміщення, усунення, переміщення
Προκατάληψη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκατάληψη

προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προκατάληψη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • προικοδότηση στα ουκρανικά - пожертва, надяг, надів, наділ, наділення, фонд, фонду
  • προκαλώ στα ουκρανικά - завдавати, завдати, санкція, справа, провокатор, виклик, відвід, ...
  • προκαταβάλλω στα ουκρανικά - авансувати, просунутися, просуватися, аванс, prokatavallo
  • προκαταλαμβάνω στα ουκρανικά - передбачити, використовувати, смакувати, робити, вселяти, навіювати, викликати
Τυχαίες λέξεις
Προκατάληψη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: упередження, схильність, передісторія, упереджений, зсув, зміщення, усунення, переміщення