Λέξη: αναβίωση

Σχετικές λέξεις: αναβίωση

αναβίωση δράμα, αναβίωση επε, αναβίωση ανώνυμης εταιρείας, αναβίωση ολυμπιακών αγώνων 1896, αναβίωση συνώνυμα, αναβίωση εταιρείας, αναβίωση ολυμπιακών αγώνων, αναβίωση ομόρρυθμης εταιρείας, αναβίωση αρχαίου δράματοσ, αναβίωση της κλασικής ολυμπιάδας στην ολυμπία

Συνώνυμα: αναβίωση

ανάσταση, αναζωογόνηση, νεκρανάσταση, ανάσταση έθνους

Μεταφράσεις: αναβίωση

αναβίωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
revival, resuscitation, revival of, resurgence, revive

αναβίωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
renacimiento, resurgimiento, avivamiento, reactivación, reavivamiento

αναβίωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wiederbelebung, erweckung, Wiederbelebung, Erneuerung, Belebung, Erweckung, Wiederaufleben

αναβίωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renouvellement, relance, résurrection, renaissance, reprise, animation, renouveau, réveil

αναβίωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rinascita, ripresa, risveglio, rilancio, rinnovamento

αναβίωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renascimento, reflorescimento, reavivamento, avivamento, revitalização

αναβίωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herleving, wederopleving, heropleving, opwekking, opleving

αναβίωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
новация, ренессанс, восстановление, воскрешение, воскресение, возобновление, обновление, оживление, возрождение, возрождения, пробуждение

αναβίωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjenoppliving, vekkelse, revival, vekkelsen, gjenopplivingen

αναβίωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nypremiär, väckelse, väckelsen, återupplivandet

αναβίωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elvytys, elpyminen, herätyskokous, revival, herätys, herätyksen, herätystä

αναβίωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
genoplivning, genoplivelse, revival, vækkelse, opsving

αναβίωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oživení, obnovení, obrození, obnova, revival, probuzení

αναβίωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ożywienie, odrodzenie, odżycie, ocucenie, wznowienie, odnowienie, renesans, wskrzeszenie

αναβίωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újjászületés, feléledés, újjáéledés, ébredés, megújulás, újjáélesztésé

αναβίωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
canlanma, canlanması, canlanmanın, bir canlanma, canlandırılması

αναβίωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ревізійний, відродження, Возрождение

αναβίωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ringjallje, ringjallja, ringjalljen, rigjallërim, ringjallje të

αναβίωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възраждане, съживяване, съживление, възрожденска, възраждането

αναβίωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адраджэнне, адраджэньне

αναβίωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taasteke, elustamine, taassünd, taaselustamine, revival, taaselustamist, elavnemine

αναβίωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oporavak, oživljavanje, obnova, preporod, procvat, oživljavanja, revival, probuđenje

αναβίωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vakning, endurvakningu, endurlífgun, að vakning

αναβίωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atgimimas, atgimimo, atgaivinimas, atgimimą, atgaivinti

αναβίωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atdzimšana, atmoda, atdzimšanu, atdzīvināšana, atjaunošanās

αναβίωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преродба, заживување, оживувањето, оживување, заживувањето

αναβίωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
renaștere, trezire, revigorare, relansare, renașterea

αναβίωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
revival, oživitev, oživljanje, preporod, obujanje

αναβίωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oživení, oživenie, oživenia, oživeniu, obnovy, obnovu

Στατιστικά δημοτικότητας: αναβίωση

Τυχαίες λέξεις