Уповноважений στα ελληνικά

Μετάφραση: уповноважений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
Уповноважений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анормальний στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
  • гарцювання στα ελληνικά - caracole
  • дива στα ελληνικά - τεράστιος, πρώτη αοιδός μελοδράματος, Diva, ντίβα, ντίβας, ντίβα της
  • китичка στα ελληνικά - θύσανος, φούντα, τελείωμα, θύσανο
Τυχαίες λέξεις
Уповноважений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί