Εντολοδόχος στα ουκρανικά

Μετάφραση: εντολοδόχος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уповноважений, репрезентант, правонаступник, представник, представитель
Εντολοδόχος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντολοδόχος

εντολοδόχος αγγλικά, εντολοδόχος υπεξαίρεση, εντολοδόχος συνωνυμα, εντολοδόχος λεξικο, εντολοδόχος σημασια, εντολοδόχος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εντολοδόχος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εντοιχισμένος στα ουκρανικά - відповідають, пристосований, прилаштований, заглиблене, заглиблених, Заглубленная, заглибленою, ...
  • εντολή στα ουκρανικά - обличчя, наказати, замовляти, командувати, сприймання, особа, замова, ...
  • εντομή στα ουκρανικά - гузка, рутина, насікати, виїмка, гравірувати, жолобок, паз, ...
  • εντομοκτόνο στα ουκρανικά - нікчему, комаха, комаху, нікчема, незначність, інсектицид
Τυχαίες λέξεις
Εντολοδόχος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: уповноважений, репрезентант, правонаступник, представник, представитель