Упорскувати στα ελληνικά

Μετάφραση: упорскувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένεση, ράντισμα, εκκλύζω, squirt, αναιδής, αδέξιος
Упорскувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відмовитися στα ελληνικά - παραιτηθεί, να εγκαταλείψουν, εγκαταλείψουν, να εγκαταλείψει, εγκαταλείψει
  • галушка στα ελληνικά - είδος ζυμαρικών, ζυμαρικών, μπουλεττών, λουκουμά, μπουλέττα
  • дискомфорт στα ελληνικά - δυσφορία, ταλαιπωρία, ενόχληση, δυσφορίας, ενοχλήσεις
  • збуджений στα ελληνικά - θυμωμένος, οργισμένος, ενθουσιασμένοι, συγκινημένος, ενθουσιασμένος, ενθουσιασμένη, ενθουσιασμένος για
Τυχαίες λέξεις
Упорскувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένεση, ράντισμα, εκκλύζω, squirt, αναιδής, αδέξιος