Ένεση στα ουκρανικά

Μετάφραση: ένεση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
впускати, упорскувати, запроваджувати, вводити, впорскування, уприскування, вприск, упорскування, вприскування
Ένεση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένεση

ένεση βιταμίνης κ, ένεση στο μάτι, ένεση ινσουλίνης, ένεση ονειροκρίτης, ένεση καμφοράς, ένεση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ένεση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ένδειξη στα ουκρανικά - вказівний, індикація, Індикатор, Відображення, напис
  • ένδοξος στα ουκρανικά - славний, славнозвісний, підпилий, славетний, славне, славного
  • ένζυμο στα ουκρανικά - ензим, фермент
  • ένιωθα στα ουκρανικά - фетр, повсть, фетровий, Я
Τυχαίες λέξεις
Ένεση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: впускати, упорскувати, запроваджувати, вводити, впорскування, уприскування, вприск, упорскування, вприскування