Упровадження στα ελληνικά

Μετάφραση: упровадження, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσαρμογή, όργανο, διασκευή, υλοποιώ, εργαλείο, εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
Упровадження στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • агат στα ελληνικά - αχάτη, αχάτης, agate, από αχάτη
  • виліковувати στα ελληνικά - επουλώνομαι, επουλώνω, γιατρεύω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, ...
  • зневірений στα ελληνικά - απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη
  • йорж στα ελληνικά - ασβός, παρενοχλώ, περιλαίμιο, τραχηλιά, Ruff, χοντροσκαλίδρα, Μαχητής
Τυχαίες λέξεις
Упровадження στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσαρμογή, όργανο, διασκευή, υλοποιώ, εργαλείο, εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή