Εργαλείο στα ουκρανικά

Μετάφραση: εργαλείο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
верстат, станок, посадка, імплантація, упровадження, тиснення, інструктує, прилад, діяти, різець, садіння, інструмент
Εργαλείο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαλείο

εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού από το facebook, εργαλείο αποκομμάτων windows 7, εργαλείο για πουρέ, εργαλείο διαγνωστικής διερεύνησης δυσκολιών στο γραπτό λόγο των μαθητών γ' – στ' δημοτικού, εργαλείο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εργαλείο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εργάτης στα ουκρανικά - утруднений, вимучений, трудний, безробітний, працівник, працівника, робітник, ...
  • εργαζόμενος στα ουκρανικά - обличчя, особу, лице, особа, робота, работа, роботу
  • εργασία στα ουκρανικά - багатослівний, діяльність, роботи, заняття, застосування, словесний, зайняття, ...
  • εργαστήριο στα ουκρανικά - лабораторія, лабораторію
Τυχαίες λέξεις
Εργαλείο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: верстат, станок, посадка, імплантація, упровадження, тиснення, інструктує, прилад, діяти, різець, садіння, інструмент