Утомлено στα ελληνικά

Μετάφραση: утомлено, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νομοθεσία, καταστατικό, aweary
Утомлено στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виховати στα ελληνικά - τρένο, θετός, μορφώνω, ανατρέφω, αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, υιοθετώ, ...
  • впадання στα ελληνικά - επενεργώ, επιρροή, επενέργεια, πληροφορώ, συμβολή, συρροή, συμβολής, ...
  • зрівноважувати στα ελληνικά - ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζύγιο, ισοζυγίου
  • картка στα ελληνικά - κάρτα, κάρτας, καρτών, της κάρτας, την κάρτα
Τυχαίες λέξεις
Утомлено στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νομοθεσία, καταστατικό, aweary