Λέξη: εγκαταλειμμένος
Σχετικές λέξεις: εγκαταλειμμένος
εγκαταλειμμένος εγκαταλελειμμένος, εγκαταλειμμένος ή εγκαταλελειμμένος
Συνώνυμα: εγκαταλειμμένος
εγκαταλελλειμένος, έκλυτος
Μεταφράσεις: εγκαταλειμμένος
εγκαταλειμμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
derelict, abandoned, deserted, quit, forsaken, an abandoned
εγκαταλειμμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abandonado, abandonada, abandonados, abandonadas, abandonó
εγκαταλειμμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgestoßener, hilfloser, ausgestoßene, verlassen, hilflose, aufgegeben, verlassenen, verlassene, verlassenes
εγκαταλειμμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
négligent, abandonné, épave, abandonnée, abandonnés, abandonnées, abandon
εγκαταλειμμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbandonato, abbandonata, abbandonati, abbandonate, abbandono
εγκαταλειμμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abandonado, abandonada, abandonou, abandonados, abandonadas
εγκαταλειμμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nonchalant, onachtzaam, onbeheerd, nalatig, verlaten, achtergelaten, opgegeven, steek gelaten, de steek gelaten
εγκαταλειμμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заброшенный, покинутый, бесхозный, небрежный, нерадивый, брошенный, беспризорный, отказались, отказался, отказались от, отказался от
εγκαταλειμμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forlatt, forlatte, forlot, nedprioritert, oppgitt
εγκαταλειμμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
övergiven, givna, övergav, övergivna, överges
εγκαταλειμμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hylky, huolimaton, irtolainen, hylätty, luovuttiin, luovuttu, hylättyjä, luopunut
εγκαταλειμμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opgivet, forladte, forladt, opgives, opgav
εγκαταλειμμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrak, opuštěný, opuštěné, opustil, opuštěných, opuštěn
εγκαταλειμμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezpański, opuszczony, porzucony, zaniechany, opuszczonych, opuszczone
εγκαταλειμμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
uratlan, bitang, emberroncs, elhagyatott, elhagyott, felhagyott, elhagyták, elhagyta
εγκαταλειμμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
terkedilmiş, terk, terk edilmiş, terk edilmiş bir, terk etti
εγκαταλειμμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
занедбаний, покинутий, закинутий, недобудований, покинуте
εγκαταλειμμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
braktisur, të braktisur, e braktisur, braktisura, braktisën
εγκαταλειμμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изоставен, изоставени, изоставена, често, изоставено
εγκαταλειμμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
закінуты, занядбаны, пакінуты, закінутая, закінутую
εγκαταλειμμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vrakk, eiravalt, eirav, mahajäetud, hüljatud, loobuda, loobunud, loobus
εγκαταλειμμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nehajan, napušten, nemaran, odbačen, zapušten, napuštena, napustio, napustili, napušteni
εγκαταλειμμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirgefin, horfið, yfirgaf, eyði, yfirgefið
εγκαταλειμμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apleistas, atsisakyta, atsisakė, apleista, apleisti
εγκαταλειμμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pamests, pamesta, nobeigti, pamesti, atteikusies
εγκαταλειμμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
напуштени, напуштено, напуштен, напуштена, напуштените
εγκαταλειμμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
abandonat, abandonate, abandonată, abandonați, a abandonat
εγκαταλειμμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opustili, zapuščeni, opustila, opuščen, opuščena
εγκαταλειμμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opustený
Τυχαίες λέξεις