Ухвальний στα ελληνικά

Μετάφραση: ухвальний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφατικός, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Ухвальний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виборний στα ελληνικά - ανώτερος, ανώτερη, superior, ανώτερο, ανώτερες
  • гай στα ελληνικά - άλσος, Grove, ελαιώνα, δάσος, άλσους
  • конюшина στα ελληνικά - τριφύλλι, τριφυλλιού, το τριφύλλι, τριφύλλια, τριφυλλιών
  • кустарний στα ελληνικά - χειροτεχνία, χειροτεχνίας, βιοτεχνίας, χειροτεχνήματα, βιοτεχνία
Τυχαίες λέξεις
Ухвальний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφατικός, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό