Λέξη: τρύπα
Σχετικές λέξεις: τρύπα
τρύπα στον τράγο, τρύπα στη γλώσσα, τρύπα στην καρδιά, τρύπα στα χείλη, τρύπα στον αφαλό, τρύπα του όζοντος, τρύπα κούβελα, τρύπα στον αφαλό κίνδυνοι, τρύπα όζοντος, τρύπα στην μύτη, μαύρη τρύπα
Συνώνυμα: τρύπα
οπή, τρώγλη, διαρροή, άνοιγμα, διέξοδος, άνοιγμα αερισμού, οπή αερισμού, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα, παρακέντηση, τρύπημα, τρυπημένο λάστιχο
Μεταφράσεις: τρύπα
τρύπα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vent, hole, the hole, hole in
τρύπα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agujero, orificio, bache, boquete, hueco, salida, abertura, hoyo, hoyos, agujero de
τρύπα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlitz, entlüftung, abzug, öffnung, markierung, abluftstutzen, loch, maul, lüften, vulkan, luftloch, höhle, aushöhlung, bau, rockfalte, höhlung, Loch, Bohrung
τρύπα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
percée, creux, terrier, ajour, repaire, orifice, gueule, bauge, valve, ouverture, fossette, volcan, trouée, soupape, fosse, tanière, trou, trous, trou de, le trou
τρύπα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
buco, foro, tana, fossa, buca, incavato, sfogo, buche, foro di, fori
τρύπα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
buraco, vulcão, suporte, furo, abertura, goela, cavidade, orifício, orifício de, furo de
τρύπα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
groeve, gracht, groef, muil, ingevallen, hol, bek, greppel, kuil, afgrond, holte, gat, vulkaan, opening, holes, hole, gaatje
τρύπα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ямка, выбоина, полость, лунка, глазок, лаз, дыра, пробоина, дупло, трущоба, пещера, лазейка, пройма, дырка, лачуга, отдушина, отверстие, отверстия, дыры, луночное
τρύπα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hule, hull, hullet, hole, hulls
τρύπα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glugg, hål, grop, hålet, håls, hålets
τρύπα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ontto, kuoppa, kolo, räppänä, lovi, läpi, pykälä, ontelo, rako, halkio, tulivuori, reikä, reiän, reikäinen, reikään, aukko
τρύπα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hul, hullet, hullers, huller
τρύπα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrt, jáma, jamka, díra, doupě, brloh, otvor, dutina, průlom, jamkové, hole, ti jamkové
τρύπα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziura, otwór, uszczuplać, upust, nora, włom, wejście, wentyl, dziurka, ujście, odpowietrznik, odpowietrzać, wlot, dołek, przekopać, otworu, dołkowe
τρύπα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyújtónyílás, vulkántorok, erély, robbantólyuk, vulkáncsatorna, furulyalyuk, gyújtólyuk, lyuk, lyukat, furat, lyukú, lyukba
τρύπα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yanardağ, delik, deliği, delikli, hole, bir delik
τρύπα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жилкуватий, венозний, венозна, діра, пройма, яма, дірка, вічко, отвір
τρύπα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vrimë, gropë, birë, vrima, vrimë e, vrimë të, vrima e
τρύπα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отверстие, вулкан, дупка, отвор, дупки, отвора, дупката
τρύπα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адтуліну, адтуліна
τρύπα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
auk, ava, mulk, augu, auku, hole
τρύπα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otrov, rupica, odušak, izdubiti, rupa, ventil, jama, izdubljen, odahnuti, otvor, rupu, rupe, hole
τρύπα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gat, hol, holu, hola, gatið, holan
τρύπα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
foramen, cavus
τρύπα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ugnikalnis, duobė, urvas, skylė, vulkanas, anga, skylę, hole, duobučių
τρύπα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ala, vulkāns, bedre, caurums, caurumu, hole, bedrīšu, atvere
τρύπα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вулкан, дупка, отворот, отвор, дупката, дупки
τρύπα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vulcan, gaură, gaura, orificiu, găuri, hole
τρύπα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
díra, jáma, luknja, hole, luknjo, luknje, odprtina
τρύπα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jamka, otvor, výfuk, diera, díra, hole
Στατιστικά δημοτικότητας: τρύπα
Τυχαίες λέξεις