Функціонувати στα ελληνικά

Μετάφραση: функціонувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργώ, εγχειρίζω, λειτουργία, δεξίωση, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Функціонувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • водовід στα ελληνικά - αποστραγγίζω, αποστράγγιση, την αποστράγγιση, αποστράγγισης, στράγγιση, εκκένωση
  • відважний στα ελληνικά - τόλμημα, τόλμη, γενναίος, θαρραλέος, θαρραλέα, θαρραλέες, θαρραλέο, ...
  • днищі στα ελληνικά - διογκώνω, κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, βάση
  • зніяковіння στα ελληνικά - σύγχυση, παραζάλη, κυκεώνας, ζάρα, pucker, πτυχή, ζάρωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Функціонувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργώ, εγχειρίζω, λειτουργία, δεξίωση, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία