Λειτουργώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: λειτουργώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кермувати, діяти, працювати, функціонувати, функція, дійте, працюватиме, працюватимуть
Λειτουργώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λειτουργώ

λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ συνώνυμα, λειτουργώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λειτουργώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λειτουργία στα ουκρανικά - функціонувати, дію, функція, дія, розробка, діяти, управління, ...
  • λειτουργικός στα ουκρανικά - операційний, оперативний, чинний, дійовий, діючий, функціональний
  • λειχήνες στα ουκρανικά - розпущений, розбещений, аморальний, лишайники
  • λειψανοθήκη στα ουκρανικά - ковчег, ковчега, ковчегу
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кермувати, діяти, працювати, функціонувати, функція, дійте, працюватиме, працюватимуть