Εγχειρίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εγχειρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кермувати, функціонувати, дійте, працювати, діяти, encheirizo
Εγχειρίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγχειρίζω

εγχειρίζω λεξικό, εγχειρίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εγχειρίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εγχείρηση στα ουκρανικά - дія, розробка, управління, діяння, дію, чинність, хірургія, ...
  • εγχειρίδιο στα ουκρανικά - закутування, довідник, керівництво, дороговказ, почервоніння, Посібник, Інструкції, ...
  • εγωισμός στα ουκρανικά - егоїзм
  • εγωιστής στα ουκρανικά - егоїстичний, егоїст
Τυχαίες λέξεις
Εγχειρίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кермувати, функціонувати, дійте, працювати, діяти, encheirizo