Харчовий στα ελληνικά
Μετάφραση: харчовий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρεπτικός, θρεπτική, διατροφική, διατροφικές, θρεπτικές, διατροφικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благодатний στα ελληνικά - ευνοείται, ευνοημένες, ευνόησε, ευνοούνται, μειονεκτικές
- божіння στα ελληνικά - όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
- виправний στα ελληνικά - πειθαρχικός, αποκαθιστώ, επανορθώνω, μεταρρυθμιστικός, σωφρονιστήριο, αναμορφωτικά, αναμορφωτήριο, ...
- зефір στα ελληνικά - συγκεντρώνω, στρατάρχης, επιστρατεύω, marshmallow, marshmallow την, ζαχαρωτά, ζαχαρωτό, ...
Τυχαίες λέξεις
Харчовий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρεπτικός, θρεπτική, διατροφική, διατροφικές, θρεπτικές, διατροφικής
Μεταφράσεις: θρεπτικός, θρεπτική, διατροφική, διατροφικές, θρεπτικές, διατροφικής