Λέξη: πλήρως
Σχετικές λέξεις: πλήρως
πλήρως ανταγωνιστική αγορά, πλήρως ανελαστική ζήτηση, πλήρως ελεγχόμενη μονοφασική γέφυρα, πλήρως συνώνυμο, πλήρως εντοιχιζόμενο πλυντήριο πιάτων, πλήρως θωρακισμένο ενισχυτή ιστού κεραίας τηλεόρασης, πλήρως εντοιχιζόμενο ψυγείο, πλήρως εντοιχιζόμενος ψυγειοκαταψύκτης, πλήρως συνώνυμα, πλήρως εντοιχιζόμενα πλυντήρια πιάτων
Συνώνυμα: πλήρως
ολότελα, στρογγυλώς, απεριφράστως, τελείως
Μεταφράσεις: πλήρως
πλήρως στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wholly, fully, thoroughly, full, completely, in full
πλήρως στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enteramente, completamente, totalmente, plenamente, completo, plena
πλήρως στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ganz, völlig, gänzlich, vollständig, insgesamt, vollauf, voll, komplett
πλήρως στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
complètement, tout, absolument, intégralement, entièrement, totalement, amplement, pleinement
πλήρως στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
completamente, interamente, pienamente, pieno, totalmente
πλήρως στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cheio, inteiramente, completamente, totalmente, integralmente, plenamente
πλήρως στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volkomen, volledig, heel, compleet, totaliter, geheel, helemaal, totaal, voluit, ten volle, volle
πλήρως στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
целиком, всецело, совсем, совершенно, полностью, вполне, полной мере, в полной мере, полной, полного
πλήρως στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ganske, helt, aldeles, fullstendig, fullt, fullt ut, full
πλήρως στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alldeles, helt, fullständigt, fullt, fullo, fullt ut
πλήρως στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peräti, kokonaan, täysin, tykkänään, aivan, kerrassaan, täydellisesti, täysimääräisesti, kokonaisuudessaan
πλήρως στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fuldt, fuldt ud, helt, fuld, fuldstændig
πλήρως στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kompletně, plně, celkem, úplně, cele, zcela, plné
πλήρως στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
całkowicie, wyczerpująco, zupełnie, interaktywnie, dokładnie, pełno, w pełni, pełni, pełnego, pełne
πλήρως στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
maradéktalanul, teljesen, teljes mértékben, teljes, mértékben, teljes egészében
πλήρως στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tam, tamamen, tam olarak, tümüyle
πλήρως στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цілком, вповні, повністю, благотворно
πλήρως στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plot, plotësisht, plotësisht të, të plotë, tërësisht, plotësisht i
πλήρως στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
напълно, изцяло, пълно, пълна, пълноценно
πλήρως στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
усё, цалкам, поўнасцю
πλήρως στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täielikult, tervislikkus, küllalt, täiesti, kasulikkus, täiel määral, täielikku, täies ulatuses
πλήρως στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
punoj, potpuno, cjelovitoga, sasvim, potpunosti, u potpunosti, cijelosti, u cijelosti
πλήρως στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjörla, ítarlega, fullkomlega, fullu, að fullu, fyllilega, alveg
πλήρως στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prorsus
πλήρως στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
visiškai, visapusiškai, pilnai, galo, išsamiai
πλήρως στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pavisam, pilnīgi, pilnībā, pilnīgu
πλήρως στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
целосно, во целост, целосно да, целосно да се, потполно
πλήρως στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
complet, deplin, pe deplin, integral, totalitate
πλήρως στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
docela, v celoti, popolnoma, celoti, polno, povsem
πλήρως στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plne, úplne, plnej miere, v plnej miere, plnom rozsahu