Λέξη: θρήσκος
Σχετικές λέξεις: θρήσκος
πασχάλησ θρήσκοσ
Συνώνυμα: θρήσκος
ευσεβής, ευλαβής, φιλόθρησκος, θεοσεβής, θρησκευτικός, θεοσεβούμενος
Μεταφράσεις: θρήσκος
θρήσκος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
religious, devout, are religious, pious
θρήσκος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
religioso, devoto, religiosa, religiosos, religiosas, religión
θρήσκος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewissenhaft, fromm, religiös, gläubig, religiösen, religiöse, Religions
θρήσκος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
religieux, dévot, pieux, religieuse, religieuses, religion
θρήσκος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
religioso, religiosa, religiosi, religiose, religione
θρήσκος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
religioso, religião, religiosa, religiosos, religiosas
θρήσκος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gelovig, godsdienstig, religieus, religieuze, godsdienstige, Religious
θρήσκος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благоговейный, монашеский, культовый, верующий, религиозный, набожный, религиозная, религиозной, религиозные, религиозное
θρήσκος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
religiøs, religiøse, av religiøs, fjell, religiøst
θρήσκος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
religiös, religiösa, annat, religiöst, religions
θρήσκος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uskonnollinen, hengellinen, uskonnollisten, uskonnollisia, uskonnolliset, uskonnollisen
θρήσκος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
religiøse, religiøs, religiøst, religion, den religiøse
θρήσκος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řeholník, pobožný, nábožný, posvátný, náboženský, církevní, náboženské, náboženská, náboženskou
θρήσκος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
religioznawstwo, nabożny, wierzeniowy, religijny, pobożny, zakonnik, religijnych, religijne
θρήσκος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vallási, vallásos, a vallási, egyházi, a vallásos
θρήσκος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sofu, dindar, dini, dinsel, din, dinî
θρήσκος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
релігійність, релігійний, релігійне, релігійна
θρήσκος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fetar, fetare, religjioz, religjioze, fetarë
θρήσκος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
религиозния, религиозен, религиозна, религиозни, религиозно, религиозната
θρήσκος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэлігійны, рэлігійнае
θρήσκος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
religioosne, usklik, usuline, usuliste, usulise, religioossete
θρήσκος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
religijske, vjerske, religiozan, vjerski, vjerska, religiozni, vjersko, religijski
θρήσκος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trúarleg, trúarlega, trúarlegum, trúarbragða, trúarlegt
θρήσκος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
religinis, religinė, religinės, religinių, religinę
θρήσκος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reliģisks, reliģiozs, reliģisko, reliģiskā, reliģiskās
θρήσκος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
верски, религиозни, религиозните, верска, верските
θρήσκος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
religios, religioasă, religioase, religioasa
θρήσκος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
versko, verska, verski, verske, verskega
θρήσκος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náboženský, náboženské, náboženského