Хлопець στα ελληνικά
Μετάφραση: хлопець, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάλα, αγόρι, αγοριού, παιδί, αγόρι που, το αγόρι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антифон στα ελληνικά - ύμνος, αντίφωνο, αντιφώνου, Αντιφώντα, Αντιφών, Ο Αντιφών
- брова στα ελληνικά - φρύδι, φρυδιών, των φρυδιών, φρύδια, τα Φρύδια
- заворожіть στα ελληνικά - zavorozhit
- лінчує στα ελληνικά - λυντσάρω, Lynch, λυντσάρει, λιντσαρίσματος, λυντσάρουν
Τυχαίες λέξεις
Хлопець στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάλα, αγόρι, αγοριού, παιδί, αγόρι που, το αγόρι
Μεταφράσεις: σκάλα, αγόρι, αγοριού, παιδί, αγόρι που, το αγόρι