Ховати στα ελληνικά
Μετάφραση: ховати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκρίνω, κιβούρι, φέρετρο, κρύβω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
Μεταφράσεις
- безпринципний στα ελληνικά - γλιστερός, ολισθηρός, αδίστακτος, χωρίς αρχές, ασυνείδητη, ασυνείδητοι, ανήθικων
- діаліз στα ελληνικά - διάλυση, αιμοκάθαρση, αιμοκάθαρσης, διαπίδυση, διαπίδυσης
- емоційність στα ελληνικά - συναισθηματικότητα, συναίσθημα, συναισθηματισμό, συναισθηματικότητας, συναισθηματισμού
- каучуковий στα ελληνικά - γόμα, λαστιχένιος, καουτσούκ, από καουτσούκ, Ελαστικά, Rubber, λάστιχο
Τυχαίες λέξεις
Ховати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκρίνω, κιβούρι, φέρετρο, κρύβω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
Μεταφράσεις: εκκρίνω, κιβούρι, φέρετρο, κρύβω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν