Чарівливий στα ελληνικά
Μετάφραση: чарівливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγικός, μαγεία, δελεαστικός, αποπλανητικός, σαγηνευτική, σαγηνευτικό, ελκυστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бенкетування στα ελληνικά - γλέντι, συμποσίου, εορτασμού, γλέντια, συμπόσιο
- з'єднувач στα ελληνικά - σύνδεσμος, υποδοχή, συνδετήρα, συνδετήρας, βύσμα
- здуття στα ελληνικά - πληθωριστικός, φλεγμονή, πρήξιμο, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, ...
- махінації στα ελληνικά - αγωγός, πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, πρακτικές που, πρακτική
Τυχαίες λέξεις
Чарівливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγικός, μαγεία, δελεαστικός, αποπλανητικός, σαγηνευτική, σαγηνευτικό, ελκυστική
Μεταφράσεις: μαγικός, μαγεία, δελεαστικός, αποπλανητικός, σαγηνευτική, σαγηνευτικό, ελκυστική