Часовою στα ελληνικά

Μετάφραση: часовою, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκόσμιος, κοσμικός, χρονικός, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών
Часовою στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дитини στα ελληνικά - εγκατάλειψη, παιδί, παιδιών, Παιδιού, Child, για παιδιά
  • зневажте στα ελληνικά - κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα
  • камилавка στα ελληνικά - kamilavka
  • марка στα ελληνικά - γραμματόσημο, χαρτόσημα, μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος
Τυχαίες λέξεις
Часовою στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκόσμιος, κοσμικός, χρονικός, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών