Чеканити στα ελληνικά

Μετάφραση: чеканити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, απεργία, μέντα, μέντας, δυόσμο, νομισματοκοπείο, νομισματοκοπείου
Чеканити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абатство στα ελληνικά - αβαείο, μονή, Abbey, αβαείου, μοναστήρι
  • багатоклітинний στα ελληνικά - συν, pluricellular
  • виконайте στα ελληνικά - εκτελώ, Ακολουθήστε, Ακολουθείστε, ακολουθήσει, ακολουθήσουν, ακολουθήσετε
  • збут στα ελληνικά - εκπτώσεις, πώληση, την πώληση, πώλησης, προς πώληση, πωλήσεως
Τυχαίες λέξεις
Чеканити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, απεργία, μέντα, μέντας, δυόσμο, νομισματοκοπείο, νομισματοκοπείου