Чинити στα ελληνικά
Μετάφραση: чинити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφέρω, συμπεριφέρομαι, πραγματοποιώ, πράξη, επιτυγχάνω, διαπράττω, ασκώ, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бурмотіти στα ελληνικά - μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει
- даний στα ελληνικά - υποχωρητικός, παρόν, παρών, παρούσα, παρούσας, παρούσης
- змістовність στα ελληνικά - έγκυος, σθένος, παρά την ισχύ
- кістковий στα ελληνικά - κοκκαλιάρης, οστεώδη, οστικές, οστέινη, οστεώδεις
Τυχαίες λέξεις
Чинити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφέρω, συμπεριφέρομαι, πραγματοποιώ, πράξη, επιτυγχάνω, διαπράττω, ασκώ, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Μεταφράσεις: καταφέρω, συμπεριφέρομαι, πραγματοποιώ, πράξη, επιτυγχάνω, διαπράττω, ασκώ, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν