Ασκώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασκώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
старатися, чинити, згідно, намагатися, напружити, вправа, вправу
Ασκώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκώ

ασκώ επάγγελμα, ασκώ έφεση, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ βέτο, ασκώ το δίδειν, ασκώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασκώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ασκητικός στα ουκρανικά - аскетичний, аскет
  • ασκητισμός στα ουκρανικά - аскетизм
  • ασπίδα στα ουκρανικά - щит, демпфер, буфер, екранувати, щита
  • ασπιρίνη στα ουκρανικά - аспірин
Τυχαίες λέξεις
Ασκώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: старатися, чинити, згідно, намагатися, напружити, вправа, вправу