Чинник στα ελληνικά
Μετάφραση: чинник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράκτορας, μεσίτης, συντελεστής, παράγοντας, παράγων, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- екзекутор στα ελληνικά - δήμιος, εκτελεστή, εκτελεστής, δήμιο, δημίου
- кніксен στα ελληνικά - αναπηδώ, kniksen
- кримінологія στα ελληνικά - εγκληματολογία, Εγκληματολογίας, την εγκληματολογία, της εγκληματολογίας, εγκληματολογικες
- крутитися στα ελληνικά - καμπή, στριφογυρίζω, γνέθω, στροφή, στραμπουλίζω, περιστρέφομαι, βίδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Чинник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράκτορας, μεσίτης, συντελεστής, παράγοντας, παράγων, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο
Μεταφράσεις: πράκτορας, μεσίτης, συντελεστής, παράγοντας, παράγων, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο