Чистильник στα ελληνικά

Μετάφραση: чистильник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίστρια, καθαριστής, καθαρότερο, ηλεκτρική, καθαριστικό, καθαρότερα
Чистильник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • випуклості στα ελληνικά - κυρτότητα, κυρτότητας, κυρτότητος, της κυρτότητας, convexity
  • відображувати στα ελληνικά - επίδειξη, οθόνη, οθόνης, απεικόνιση, ένδειξη
  • відстань στα ελληνικά - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
  • літаючий στα ελληνικά - πτητικός, φέρουν, που φέρουν, πετούν, που πετούν, εταιρείες που πετούν
Τυχαίες λέξεις
Чистильник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίστρια, καθαριστής, καθαρότερο, ηλεκτρική, καθαριστικό, καθαρότερα