Καθαρίστρια στα ουκρανικά
Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чистильник, шкребок, прибиральник, покоївка, горничная
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια
καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθαρίστρια στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καθαρά στα ουκρανικά - видний, видимий, очевидний, очевидно, помітний, явний, ясно, ...
- καθαρίζω στα ουκρανικά - чистити, потрошити, лушпайку, шкірочку, почистити, шкаралупа, сходити, ...
- καθαρισμός στα ουκρανικά - чистка, очищення, лушпина, очистка, чищення, очищающий, очищає, ...
- καθαριστήριο στα ουκρανικά - пральня, пральні, Прачечна
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: чистильник, шкребок, прибиральник, покоївка, горничная
Μεταφράσεις: чистильник, шкребок, прибиральник, покоївка, горничная