Шантажувати στα ελληνικά

Μετάφραση: шантажувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκβιασμός, εκβιάζω, εκβιασμό, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβιασμών
Шантажувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гниль στα ελληνικά - σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
  • далекий στα ελληνικά - απομακρυσμένος, μακριά, ακραίος, απόμακρος, πολύ, μέτρο, τώρα, ...
  • дефіцитність στα ελληνικά - έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
  • збір στα ελληνικά - συναρμολόγηση, συσσώρευση, συνέλευση, συρροή, ομήγυρη, αναμέτρηση, συγκέντρωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Шантажувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκβιασμός, εκβιάζω, εκβιασμό, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβιασμών