Шліфовка στα ελληνικά

Μετάφραση: шліфовка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέσιμο, στίλβωμα, στίλβωση, στίλβωσης, γυάλισμα, λείανση
Шліфовка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вошивість στα ελληνικά - άθλιος, φθειρίαση, φθειρίασης, pediculosis, της φθειρίασης
  • впорядковувати στα ελληνικά - κανονισμός, ρύθμιση, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
  • лушпайки στα ελληνικά - έλυτρο, κέλυφος, pod, λοβό, λοβού, λοβός, τύπου pod
  • машкара στα ελληνικά - αμφίεση, παρουσιαστικό, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask
Τυχαίες λέξεις
Шліфовка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέσιμο, στίλβωμα, στίλβωση, στίλβωσης, γυάλισμα, λείανση