Δέσιμο στα ουκρανικά

Μετάφραση: δέσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зв'язування, оправа, шліфовка, окраса, удягання, обкладинка, з'єднання, приправа, добриво, зав'язування
Δέσιμο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέσιμο

δέσιμο γραβάτας διπλός κόμπος, δέσιμο γραβάτας, δέσιμο ντομάτας, δέσιμο γραβάτα, δέσιμο σαλπιγγών, δέσιμο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δέσιμο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δέρμα στα ουκρανικά - шкура, шкіра, кірка, кожа
  • δέρνω στα ουκρανικά - одбивати, відбивати, перемагати, тіпати, пороти, шмагати, пороть, ...
  • δέσμευση στα ουκρανικά - передання, здійснення, передача, вручення, зобов'язання, зобов`язання
  • δέσμη στα ουκρανικά - пучок, в'язка, кетяг, снаряд, зв'язування, низка, гроно, ...
Τυχαίες λέξεις
Δέσιμο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зв'язування, оправа, шліфовка, окраса, удягання, обкладинка, з'єднання, приправа, добриво, зав'язування