Шорсткуватий στα ελληνικά

Μετάφραση: шорсткуватий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοκκώδης, αγροίκος, χονδροειδής, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Шорсткуватий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гребти στα ελληνικά - σειρά, γραμμή, σειράς, γραμμής, συνεχόμενα
  • ендемічний στα ελληνικά - ενδημικός, ενδημικά, ενδημική, ενδημικό, ενδημικών
  • коли στα ελληνικά - όπως, σαν, όταν, κατά, κατά την, πότε
  • конвульсії στα ελληνικά - σπασμοί, σπασμούς, σπασμών, συσπάσεις, των σπασμών
Τυχαίες λέξεις
Шорсткуватий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοκκώδης, αγροίκος, χονδροειδής, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα