Штампований στα ελληνικά

Μετάφραση: штампований, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιπροσωπεύω, έκθλιψη, πιέζεται, πεπιεσμένο, πιεσμένο, πιεστεί
Штампований στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дисидент στα ελληνικά - διαφωνών, αντιφρονούντα, αντιφρονών, αντιφρονούντων, αντιφρονούντος
  • змога στα ελληνικά - εφικτός, πιθανός, ευκαιρία, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας
  • калічить στα ελληνικά - κύριος, κυριότερος, χωλός, ανάπηρος, ακρωτηριάζοντας, παράλυση, εξοντωτικές
  • лице στα ελληνικά - παραβάτης, εργαζόμενος, καταπατητής, σύμβολο, πρόσωπο, αντικρίζω, διαπραγματευτής, ...
Τυχαίες λέξεις
Штампований στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιπροσωπεύω, έκθλιψη, πιέζεται, πεπιεσμένο, πιεσμένο, πιεστεί