Щипання στα ελληνικά

Μετάφραση: щипання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεύκο, τσίμπημα, σύνθλιψης, το τσίμπημα, σύσφιξης, τσιμπώντας
Щипання στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • винагородження στα ελληνικά - αμοιβή, αμοιβής, αποδοχών, αποδοχές, αμοιβές
  • друкарі στα ελληνικά - εκτύπωση, εκτυπωτές, εκτυπωτών, τους εκτυπωτές, οι εκτυπωτές, εκτυπωτές που
  • духмяний στα ελληνικά - άφθονος, γλυκός, ευώδης, μεθύστακας, ευωδιαστός, αρωματικά, αρωματική, ...
  • кущистий στα ελληνικά - θαμνώδης, θαμνώδη, θαμνώδες, θαμνώδεις, φουντωτή
Τυχαίες λέξεις
Щипання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεύκο, τσίμπημα, σύνθλιψης, το τσίμπημα, σύσφιξης, τσιμπώντας