Щупальце στα ελληνικά

Μετάφραση: щупальце, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολτός, πλοκάμι, νηματίων, Tentacle, πλοκάμων, μορφή νηματίων
Щупальце στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автомобільний στα ελληνικά - πέπλος, αυτοκίνητος, αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία
  • аркан στα ελληνικά - κορυδαλλός, λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
  • вимагання στα ελληνικά - εκβιασμός, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβίαση, του εκβιασμού
  • касир στα ελληνικά - ταμίας, ταμείο, ταμία, ταμείου, Cashier
Τυχαίες λέξεις
Щупальце στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολτός, πλοκάμι, νηματίων, Tentacle, πλοκάμων, μορφή νηματίων